- εξωστικός
- η , όν1) выталкивающий, вытесняющий, выгоняющий; 2) юр. выселяющий; 3) перен. толкающий, побуждающий
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εξωστικός — ή, ό (Α ἐξωστικός, ή, όν) κατάλληλος για εξώθηση νεοελλ. ο σχετικός με την έξωση … Dictionary of Greek
εξωστικός — ή, ό επίρρ. ά ο κατάλληλος ή χρήσιμος για εξώθηση ή έξωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐξωστικόν — ἐξωστικός expulsive masc acc sg ἐξωστικός expulsive neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξωστικῆς — ἐξωστικός expulsive fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)